- ισότροπος
- -η, -ο (Α ἰσότροπος, -ον)νεοελλ.1. μαθ. φρ. «ισότροπη ευθεία» — φανταστική ευθεία τής οποίας κάθε τμήμα είναι μηδενικού μήκους2. φυσ.-χημ. όρος που χαρακτηρίζει σώματα ή μέσα, οι μακροσκοπικές ιδιότητες τών οποίων σε οποιοδήποτε σημείο τους δεν εξαρτώνται από τη διεύθυνση επί τής οποίας μετρώνταιαρχ.αυτός που έχει τους ίδιους τρόπους ή τον ίδιο χαρακτήρα με άλλον. Επιρρ. ἰσοτρόπως (Α)με τον ίδιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. αρχαιό-τροπος, ετερό-τροπος. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. iso-trope (πρβλ. ισό-τροπος)].
Dictionary of Greek. 2013.